- ἄτολμα
- ἄτολμοςdaring nothingneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀτόλματον — ἀτόλμᾱτον , ἀτόλμητος not to be endured masc/fem acc sg (doric) ἀτόλμᾱτον , ἀτόλμητος not to be endured neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθάρρετος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει θάρρος, άτολμος, δειλός 2. απρόσμενος, απροσδόκητος «τόν βρήκε αθάρρετο κακό» 3. επιρρ. αθάρρετα και αναθάρρετα άτολμα, απροσδόκητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θαρρετός < θαρρώ. ΠΑΡ. αθαρρεσιά] … Dictionary of Greek
δειλοκάρδιος — ον (Μ) Ι. δειλός, άτολμος («ψυχὴν δὲ δειλοκάρδιον... ἔχων») ||. επίρρ. δειλοκαρδίως δειλά, άτολμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δειλός + καρδία] … Dictionary of Greek
μικρόψυχος — η, ον (ΑΜ μικρόψυχος, ον) μικροπρεπής, ευτελής, μηδαμινός (νεοεελ. μσν.) αυτός που στερείται ψυχικής δύναμης, δειλός, λιπόψυχος. επίρρ... μικροψύχως και μικρόψυχα (Α μικροψύχως) 1. άτολμα, δειλά 2. με μικρόψυχο τρόπο, στενόκαρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ψόφιος — α, ο, Ν 1. (για ζώο) νεκρός 2. (για πράγμ.) άψυχος 3. μτφ. (για πρόσ.) α) πολύ εξαντλημένος, εξουθενωμένος (α. «είμαι ψόφιος από την πείνα» β. «είμαι ψόφιος από την κούραση») β) νωθρός, μαλθακός ή δειλός, άτολμος. επίρρ... ψόφια Ν (κυρίως μτφ.)… … Dictionary of Greek